- ἐπαγαλλόμενοι
- ἐπαγάλλομαιglory inpres part mp masc nom/voc pl
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
επαγάλλομαι — ἐπαγάλλομαι (AM) [αγάλλομαι] χαίρομαι υπερβολικά για κάτι (α. «μηδ ἐπαγαλλόμενος πολέμῳ και δηιοτῆτι», Ομ. Ιλ. β. «διὸ ἐπαγαλλόμενοι, σέ, Θεοτόκε, μεγαλύνομεν», Μηναία) … Dictionary of Greek